Στην εφηβεία μας
περάσαμε τη φάση του“ντισκόβιου”.
Όμως στα πρώτα μας μετεφηβικά χρόνια
“εξελιχτήκαμε”, γίναμε “σκυλόβιοι”,
γιατί ταίριαζε περισσότερο στο αντρικό
προφίλ που θέλαμε να υιοθετήσουμε. Ας
δούμε, λοιπόν, πώς διασκέδαζε στα
σκυλάδικα του Χαϊδαρίου ο νεανικός -και όχι μόνο- πληθυσμός της πόλης, κάπου στα μέσα της
δεκαετίας του ’80.
Όλα ξεκινούσαν με ένα
γερό φαγοπότι στα κουτούκια του Χαϊδαρίου:
στο “Τζάκι” του Γιάννη Βορρέ
στα Κουνέλια, τη “Μικρά Ασία” κοντά
στην Παναγίτσα, τον “Κούβελα” στην
Πλατεία Λαού, το κρασοπουλειό της
Αλίκης, δίπλα στην Άνοιξη και αρκετά
ακόμα. Κατόπιν, καταλήγαμε σε ένα από
τα δύο σκυλάδικα που υπήρχαν τότε στην
πόλη μας. Τον “ΤΟΞΟΤΗ” και τον
“ΚΑΡΑΜΠΑΤΕΑ”.
Τις περισσότερες φορές
η παρότρυνση –τραβάτε με και ας κλαίω,
δηλαδή– ήταν από τον Μαρίνο (ναυτικός
τότε στο επάγγελμα, αν και πολύ νέος) ο
οποίος αφού έβρισκε το κέφι του με
γενναία κρασοποσία, θεωρούσε απολύτως
απαραίτητο να τον ακολουθήσουμε σε
σκυλάδικο. Επιστρατεύοντας ακόμα και
ακραία μέσα, τα κατάφερνε πάντα. Στις
ελάχιστες περιπτώσεις που αρνιόμασταν
να τον ακολουθήσουμε, μάς κρατούσε
μούτρα για έναν τουλάχιστον μήνα ή...
μέχρι να τελειώσει το επόμενο ταξίδι
στα καράβια.
Στον ΤΟΞΟΤΗ πορτιέρης
για πολλά χρόνια ήταν ο «τύπος» Σπύρος
Σημ…, φίλος και συμμαθητής, που όμως
έφυγε νωρίς από κοντά μας χτυπημένος
από ανίατη ασθένεια. Και στα δύο μαγαζιά
σερβιτόροι ήταν φίλοι και γνωστοί.
Τραγουδιστές, πρώτα ονόματα στο είδος.
Ο «άρχοντας» Δημήτρης Ξανθάκης
-βέρος Χαϊδαριώτης και πατέρας συμμαθητή
μας-, ο Κώστας Παυλίδης, η φίλη Μάγδα
Καρπόζηλου, το αιθέριο ντουέτο Σαμάνθα
και Τατιάνα και τόσοι άλλοι.
Όσο μας έκαναν ονομαστικά
αφιερώσεις από μικροφώνου, τόσο εμείς
φουσκώναμε σαν παγώνια και τους στέλναμε
με το σωρό καλάθια λουλούδια και
σαμπάνιες, που η καθεμιά τους είχε
ξανανοίξει άλλες εκατό φορές -ούτε καν
φελλό δεν είχαν. Κάθε φορά που οι
τραγουδίστριες κάθονταν στο τραπέζι
μας και ρούφαγαν το λιγοστό ρεφενέ
ουίσκι μας, αισθανόμασταν «άντρες»,
άσχετα αν γι’ αυτό ακριβώς πληρώνονταν
από το μαγαζί.
Χορός μόνο με το ατομικό
μας τραγούδι, σαν άλλος Κοεμτζής, το
οποίο οι τραγουδιστές φυσικά το ήξεραν
και το έπαιζαν «παραγγελιά» αποκλειστικά
για εμάς.
Μερικές φορές που δεν
αδειάζαμε εντελώς το μπουκάλι, το αφήναμε
«κάβα» στο μαγαζί, για να το βρούμε το
επόμενο βράδυ με γραμμένο επάνω το όνομά
μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου