Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Τα δικαιώματα του καταναλωτή


Δικαίωμα στην πληροφόρηση
Δικαίωμα στην επιλογή
Δικαίωμα στην εκπροσώπηση
Δικαίωμα στην αποζημίωση
Δικαίωμα στην εκπαίδευση
Δικαίωμα στην ασφάλεια
Δικαίωμα στο νερό και τις υπηρεσίες υγιεινής
Δικαίωμα σ’ ένα υγιεινό περιβάλλον
Τα παραπάνω βασικά δικαιώματα, μαζί με όσα στη συνέχεια προστέθηκαν,  ιδιαίτερα στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη εποχή, πρέπει να αποτελούν στοιχειώδες εφόδιο για κάθε πολίτη - καταναλωτή, να εμβαθυνθούν και να γίνονται σεβαστά από όλους.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί σήμερα περισσότερους από 480 εκατομμύρια καταναλωτές. Τα κράτη-μέλη έχουν χαράξει πολιτικές με στόχο την υπεράσπιση των ειδικών συμφερόντων των Καταναλωτών. Αναγνωρίζοντάς τους ένα ορισμένο αριθμό θεμελιωδών δικαιωμάτων, εφαρμόζουν πολιτικές με σκοπό τη μείωση των ανισοτήτων, την καταπολέμηση των αθέμιτων πρακτικών, την προαγωγή της υγείας και της ασφάλειας και τη βελτίωση του επιπέδου της ζωής γενικότερα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών αντανακλούν τις διαφορές στα συστήματα έννομης τάξης, στις κοινωνικοπολιτιστικές παραδόσεις, στα θεσμικά και πολιτικά πλαίσια. Ορισμένα κράτη ευνοούν μια κανονιστική προσέγγιση και βασίζονται σε μια ολοκληρωμένη διοικητική δομή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν τους καταναλωτές. Άλλα κράτη προωθούν την αυτορύθμιση, σε κάποιο βαθμό, των αγορών ή των κλάδων. Τέλος, εάν η νομοθεσία για τα τρόφιμα αποτέλεσε την προτεραιότητα για ορισμένες κυβερνήσεις, άλλες προτίμησαν να επικεντρωθούν στις εμπορικές επωνυμίες ή την παροχή αγαθών και υπηρεσιών.
Η ύπαρξη αυτής της διαφοροποίησης κανονιστικών πλαισίων και δομών δικαιολογεί τη χάραξη μιας πολιτικής σε κοινοτικό επίπεδο, προκειμένου οι Καταναλωτές να έχουν επαρκή εμπιστοσύνη για να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην ενιαία αγορά, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας. H πολιτική για τους καταναλωτές αποτελεί κεντρική συνιστώσα του στόχου στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σύλληψη μιας κοινοτικής πολιτικής για τα θέματα του καταναλωτή εμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 70. Η συνθήκη της Ρώμης δεν προέβλεπε τη θέσπιση τέτοιας πολιτικής και μόνο στη διάσκεψη κορυφής του Παρισιού το 1972 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εξεδήλωσαν για πρώτη φορά την πολιτική βούληση για το θέμα αυτό. Λίγο μετά, η Επιτροπή υπέβαλε το πρώτο πρόγραμμα δράσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών [Επίσημη Εφημερίδα C 92, 25.04.1975]. Στη συνέχεια καταρτίστηκαν και άλλα προγράμματα δράσης που αναφέρονταν σε ένα ορισμένο αριθμό θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών. Σε πρώτη φάση η Κοινότητα νομοθέτησε σε θέματα ασφάλειας των καλλυντικών προϊόντων, επισήμανσης των τροφίμων, παραπλανητικής διαφήμισης ή πωλήσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, αλλά έπρεπε να μεσολαβήσει η Ενιαία Πράξη για να σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στην πολιτική για τους Καταναλωτές.
Η Ενιαία Πράξη (ΕΕΠ), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1987, επέτρεψε την εισαγωγή της έννοιας του καταναλωτή στη Συνθήκη: το άρθρο 100Α (νέο άρθρο 95 παρ. 3 ενοποιημένης Συνθ. ΕΟΚ) καθιστά την Επιτροπή αρμόδια για να υποβάλει προτάσεις για μέτρα προστασίας των Καταναλωτών λαμβάνοντας ως βάση "ένα υψηλό επίπεδο προστασίας". Η έννοια αυτή δεν αποτέλεσε το αντικείμενο επακριβούς ορισμού. Ωστόσο το άρθρο αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι θέτει τις βάσεις της νομικής αναγνώρισης της πολιτικής για τους Καταναλωτές. Επιπλέον, με την Ενιαία Πράξη καταργήθηκε ο κανόνας της ομοφωνίας για την έκδοση οδηγιών σε πολλούς τομείς που αφορούν λίγο ή πολύ την προστασία των Καταναλωτών.
Η πολιτική για τους καταναλωτές εντάχθηκε συνεπώς στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτικής για την πραγματοποίηση της εσωτερικής αγοράς, προοπτική που της έδωσε νέα ώθηση. Η κατάργηση των συνόρων και η υλοποίηση της ενιαίας αγοράς την 1η Ιανουαρίου 1993 είχε ως συνέπεια μια αγορά 340 εκατομμυρίων Καταναλωτών και πλέον, πράγμα που οδήγησε στην ανάγκη για συνοδευτικούς κανόνες. Επιπλέον έγινε συνειδητό ότι η εμπιστοσύνη των Καταναλωτών είναι απαραίτητη για την καλή λειτουργία της αγοράς.
 
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ελήφθησαν μέτρα στους ακόλουθους τομείς: ασφάλεια των παιχνιδιών και γενική ασφάλεια των προϊόντων, διασυνοριακές πληρωμές, καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις, εξ αποστάσεων πωλήσεις, χρονομεριστική μίσθωση. Δημιουργήθηκε, κατ' αυτόν τον τρόπο, ένα σημαντικό νομοθετικό υπόβαθρο που συνιστά το κοινοτικό δίκαιο της προστασίας των Καταναλωτών.
Αυτή η θετική εξέλιξη επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη του Μάαστριχ που δίνει στην προστασία των Καταναλωτών τη διάσταση αληθινής κοινοτικής πολιτικής. Όχι μόνο δηλώνεται ρητώς στους γενικούς στόχους (άρθρο 2 Συνθ ΕΚ) ότι η Κοινότητα οφείλει να "συμβάλει στην ενίσχυση της προστασίας των Καταναλωτών" αλλά και το άρθρο 129Α (νέο 153) αποτελεί το αναντίρρητο νομικό πλαίσιο που επιτρέπει τη διεξαγωγή της πολιτικής των Καταναλωτών.
Προκειμένου να απαντήσει στις νέες προκλήσεις, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση, την αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών, την ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας και τις εξελίξεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας, η Επιτροπή συγκέντρωσε τις προτεραιότητές της για την περίοδο 1996 - 1998 γύρω από τρεις άξονες:
- τις οικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες κοινωφελούς χαρακτήρα και τα είδη διατροφής
- την εκπαίδευση των Καταναλωτών, ώστε να ενθαρρυνθούν κατά πρώτο λόγο οι καταναλωτικές συμπεριφορές που αφορούν τη βιώσιμη κατανάλωση και να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην κοινωνία της πληροφορίας
- τη βοήθεια στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στις αναπτυσσόμενες χώρες προκειμένου να μπορέσουν να επεξεργαστούν τη δική τους πολιτική για τους Καταναλωτές.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ, χωρίς να τροποποιεί αυτές τις κατευθύνσεις, δίνει νέα ώθηση στην πολιτική για τους Καταναλωτές. Η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των Καταναλωτών, καθώς και η προώθηση του δικαιώματός τους σε πληροφόρηση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους, είναι, σύμφωνα με το νέο άρθρο 129 Α (άρθρο 153 ύστερα από τη νέα αρίθμηση), οι βασικοί στόχοι. Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, τα οικονομικά συμφέροντα των Καταναλωτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαμόρφωση και την εφαρμογή των άλλων πολιτικών και δραστηριοτήτων. Τέλος, και άλλες διατάξεις της Συνθήκης, κυρίως αυτές που αφορούν τη δημόσια υγεία, αποσκοπούν στην ενίσχυση της προστασίας των Καταναλωτών.
Στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκε το σχέδιο δράσης για την πολιτική σχετικά με τους Καταναλωτές για την περίοδο 1999-2001, στο οποίο ορίζονται τρεις μεγάλοι τομείς δραστηριότητας:
- η εκπροσώπηση και η εκπαίδευση των Καταναλωτών με την οργάνωση συστηματικότερων διαβουλεύσεων, καλύτερος διάλογος μεταξύ των ενώσεων αφενός, και μεταξύ των Καταναλωτών και των επιχειρήσεων αφετέρου, με την οργάνωση κατάλληλων εκστρατειών πληροφόρησης, την ανάπτυξη των Euroguichets και την ενίσχυση της συνεργασίας με τα κράτη μέλη στον τομέα της εκπαίδευσης για θέματα που αφορούν την κατανάλωση·
- η υγεία και η ασφάλεια των Καταναλωτών, βάσει των καλύτερων δυνατών επιστημονικών γνωματεύσεων και ενιαίας ανάλυσης των κινδύνων, με την έκδοση νομοθεσίας που διασφαλίζει υγιεινότερα προϊόντα και ασφαλέστερες υπηρεσίες και με καλύτερη αντιμετώπιση των καταστάσεων επείγουσας ανάγκης·
- τα οικονομικά συμφέροντα των Καταναλωτών, με τον έλεγχο της εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας, την προσαρμογή αυτής της νομοθεσίας στην εξέλιξη των προϊόντων και των υπηρεσιών, κυρίως των οικονομικών, και την ενσωμάτωση των οικονομικών συμφερόντων των Καταναλωτών στις άλλες κοινοτικές πολιτικές, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές ή η μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Έχοντας ως βασικό άξονα πολιτικής την προστασία του Καταναλωτή, η Ε.Ε προχώρησε το 2001 στη σύνταξη της Πράσινης Βίβλου για την Προστασία του Καταναλωτή. Η Πράσινη Βίβλος είχε ως στόχο να προκαλέσει μία εκτενή δημόσια διαβούλευση, καθώς επίσης να δρομολογήσει μία συζήτηση για τις μελλοντικές επιλογές της ευρωπαϊκής πολιτικής και για τα ρυθμιστικά καθεστώτα στο πεδίο της προστασίας του Καταναλωτή. Εστίασε δε στη διαβούλευση πάνω στην ιδέα μίας πιθανής νέας μορφής ρύθμισης που θα επέβαλε σε όλους τους συντελεστές της αγοράς μία γενική υποχρέωση -και τη συνακόλουθη αναγνώριση ενός δικαιώματος -για δίκαιες συναλλαγές ("trade fairly"), ή τουλάχιστον την αρνητική όψη του να μη δεσμεύεται κάποιος σε "αθέμιτες συναλλαγές". Το δικαίωμα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέσο προσαρμογής στις ταχεία μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.
Τον Ιούνιο του 2002, η Επιτροπή δημοσίευσε μία Συμπληρωματική Ανακοίνωση που αποτελεί τη συνέχεια της Πράσινης Βίβλου. Η Επιτροπή τόσο στην Πράσινη Βίβλο όσο και στη Συμπληρωματική αυτή Ανακοίνωση δίνει έμφαση στην αρχή της πλήρους ή μέγιστης εναρμόνισης, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη δεν δύνανται να διατηρούν ή να συνιστούν κανόνες πιο αυστηρούς από το σχετικό μέτρο της Ε.Ε. Η αρχή αυτή αμφισβητείται από εκπροσώπους του καταναλωτικού κινήματος και αποτελεί πεδίο συζήτησης.
Η διαδικασία διαβούλευσης που δρομολογήθηκε σε συνέχεια της Πράσινης Βίβλου του 2001 οδήγησε στην κοινή πεποίθηση ότι η έκδοση Οδηγίας με στόχο την εναρμόνιση των εθνικών κανόνων των Κρατών Μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές θα ήταν η ενδεδειγμένη πολιτική παρέμβασης. Έτσι, στις 18 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή υιοθέτησε την Πρόταση Οδηγίας για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές , σκοπός της οποίας είναι να καταστήσει σαφέστερα τα δικαιώματα των Καταναλωτών και απλούστερες τις διαδικασίες του ενδοκοινοτικού εμπορίου, μέσω ενός ενιαίου πλαισίου κανόνων για όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Στις 7 Μαΐου 2002, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μία νέα στρατηγική πολιτική για τους καταναλωτές, προσδιορίζοντας τη γενική πολιτική προσέγγισή της για την πενταετία 2002-2006 και εστιάζοντας σε τρεις μεσοπρόθεσμους στόχους:
-Ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας καταναλωτών": αυτό σημαίνει εναρμόνιση με τα πλέον κατάλληλα μέσα ρύθμισης (π.χ. οδηγία πλαίσιο, πρότυπα, βέλτιστες πρακτικές κλπ), τόσο των κανόνων για την ασφάλεια των αγαθών και των υπηρεσιών, όσο και εκείνων των οικονομικών και νομικών συμφερόντων, έτσι ώστε να καταστούν ικανοί οι Καταναλωτές να αγοράζουν με εμπιστοσύνη παντού στην Ε.Ε. και με οποιοδήποτε μέσο.
- Πραγματική θέση σε ισχύ των κανόνων προστασίας των Καταναλωτών: οι δράσεις προτεραιότητας στην κατεύθυνση αυτή αναφέρονται στη θέσπιση ενός διοικητικού πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και μηχανισμών αποζημίωσης υπέρ των Καταναλωτών
- Κατάλληλη συμμετοχή των Οργανώσεων Καταναλωτών στις πολιτικές της Ε.Ε. Οι κύριες δράσεις συνίστανται στην επανεξέταση των μηχανισμών συμμετοχής των εκπροσώπων των Καταναλωτών στη λήψη των αποφάσεων.
Σχετικά με τις παραπάνω προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τη στρατηγική υπέρ των καταναλωτών της Ε.Ε. μέχρι το 2006, η Ευρωπαϊκή Ο.Κ.Ε.  έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι:
- υποστηρίζει την μεγαλύτερη δυνατή εναρμόνιση της νομοθεσίας στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών,
- υποστηρίζει την ταχεία εφαρμογή της νομοθεσίας για το ηλεκτρονικό εμπόριο, προκειμένου οι καταναλωτές που πραγματοποιούν αγορές στο Διαδίκτυο να προστατεύονται καλύτερα,
- υποστηρίζει την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της νομοθεσίας και την αύξηση της συνεργασίας μεταξύ των φορέων επιβολής της,
- υποστηρίζει την ενσωμάτωση των πολιτικών υπέρ των καταναλωτών σε όλους τους τομείς πολιτικών της Ε.Ε, συμπεριλαμβανόμενης της εκπαίδευσης.
Τέλος, το 2005 εγκρίθηκε η Στρατηγική για την Υγεία και τους καταναλωτές, η οποία οδήγησε σε νέο Πρόγραμμα για τα έτη 2007-2013.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Στην Ελλάδα το νομικό πλαίσιο για την προστασία του Καταναλωτή εδράζεται κυρίως στο νόμο 2251/1994, όπως έχει τροποποιηθεί, συμπληρωθεί και ισχύει και ο οποίος κατοχυρώνει τα βασικά δικαιώματα του Καταναλωτή (την υγεία και ασφάλεια των Καταναλωτών, τα οικονομικά τους συμφέροντα, την οργάνωση τους σε ενώσεις Καταναλωτών, το δικαίωμα ακρόασης τους σε θέματα που τους αφορούν και την πληροφόρηση και επιμόρφωσή τους σε καταναλωτικά θέματα).
Με το νόμο αυτό επήλθε εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου προς μία σειρά κοινοτικές οδηγίες, ενώ η εναρμόνιση προς άλλες οδηγίες που δεν έχουν ενσωματωθεί στον Ν. 2251/94 έλαβε τη μορφή Προεδρικών Διαταγμάτων ή Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων. Το νομοθετικό πλαίσιο υποστηρίζεται συμπληρωματικά από ένα πλέγμα κανονιστικών /διοικητικών διατάξεων (Αγορανομικές Διατάξεις, Υπουργικές Αποφάσεις, κλπ), η διαμόρφωση των οποίων άρχισε πολύ πριν από την ψήφιση του Ν. 2251/94 και οι οποίες αποσκοπούν στον καθορισμό και έλεγχο όρων κυκλοφορίας προϊόντων (ποιότητα και ασφάλεια).
Η κύρια ευθύνη, καθώς και η αρμοδιότητα για την υλοποίηση της πολιτικής του Καταναλωτή, όπως προκύπτει και από το Π.Δ. 197/1997 "Σύσταση Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και καθορισμός των αρμοδιοτήτων της" ανήκει στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Μέχρι σήμερα όμως δεν έχει εκπονηθεί κατά συστηματικό τρόπο βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο πρόγραμμα δράσης, παρ΄ όλο ότι αυτό προβλέπεται ρητά στο άρθρο 4, παράγραφος 2, εδάφιο α) του Π.Δ. 197/1997.
Η υλοποίηση των πολιτικών για τον Καταναλωτή συμπληρώνεται άμεσα ή έμμεσα από τη λειτουργία και το νομοθετικό έργο και των άλλων Γενικών Γραμματειών του ΥΠ.ΑΝ. και συν-διαμορφώνεται και από άλλα υπουργεία και οργανισμούς σε επί μέρους τομείς, π.χ Υπ. Υγείας Πρόνοιας, Υπ. Μεταφορών, Υπ. Παιδείας, κ.λ.π.
Αναμφισβήτητα υπάρχει δυσκολία παρακολούθησης της εφαρμογής της νομοθεσίας από τα κρατικά όργανα τόσο σε κεντρικό όσο και νομαρχιακό επίπεδο, κυρίως λόγω της ποσοτικής ή/και της ποιοτικής ανεπάρκειας του υπάρχοντος προσωπικού και της έλλειψης μηχανοργάνωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιβάλλονται ποινές με μικρότερη συχνότητα από αυτή που θα έπρεπε, γεγονός που εκλαμβάνεται από μερίδα της αγοράς ως δυνατότητα λειτουργίας ατιμωρητί ανεξάρτητα από το σύννομο ή μη χαρακτήρα των εμπορικών της πρακτικών.
ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Η διατροφική ποιότητα δεν ταυτίζεται με την ασφάλεια και την καταλληλότητα των τροφίμων, όπως αυτή καθορίζεται από το Ευρωπαϊκό, αλλά και το Διεθνές Νομοθετικό Πλαίσιο (Codex Alimentarious). Η ασφάλεια αποτελεί ένα θεμελιώδες  συστατικό της διατροφικής ποιότητας, η τελευταία όμως εξαρτάται και από πολυάριθμους άλλους παράγοντες, όπως είναι οι ατομικές διατροφικές συνήθειες  και επιλογές, το κυρίαρχο διατροφικό μοντέλο (που με τη σειρά του καθορίζεται όχι μόνο από τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και από τη διαφήμιση, τον ανταγωνισμό και τις επιθετικές εμπορικές πρακτικές της Βιομηχανίας τροφίμων) κ.λ.π.
Παρά το γεγονός ότι η ποιότητα της διατροφής αποτελεί αναμφίβολα ένα κατεξοχήν πεδίο της Δημόσιας Υγείας, μπορεί να αποτελέσει, ταυτόχρονα, και ένα σοβαρό ρυθμιστικό παράγοντα της Αγοράς τροφίμων.
Η διατροφική ποιότητα και οι πολιτικές για βελτίωση ή και αλλαγή του σύγχρονου «ανθυγιεινού» μοντέλου διατροφής εμφανίζονται τελείως υποβαθμισμένες στη χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες Ευρωπαϊκές ή τρίτες χώρες (π.χ. πρόσφατο μοντέλο σχολικής διατροφής στη Μ.Βρετανία , συστηματικές μελέτες και παρεμβάσεις της Γαλλικής AFSSA κ.λ.π.).
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και διεθνή εναρμονισμένη νομοθεσία, ασφαλή και κατάλληλα είναι τα τρόφιμα που συμμορφώνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές, σε ότι αφορά την απουσία ή την προκαθορισμένη οριακή παρουσία γνωστών (ή δυνητικών) παραγόντων κινδύνου, όπως είναι οι βιολογικοί παράγοντες (μικρόβια, ιοί, παράσιτα, τοξίνες), οι χημικές τοξικές ουσίες (κατάλοιπα φυτοφαρμάκων, εντομοκτόνων ή συντηρητικά ή τοξικοί παράγοντες περιβαλλοντικής ή βιομηχανικής προέλευσης κ.λ.π.) και οι φυσικοί παράγοντες (π.χ. ξένα σώματα, ραδιενέργεια κ.λ.π.).
Το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει σήμερα, την εφαρμογή αυστηρών συστημάτων ελέγχου δημόσιας ευθύνης και συστημάτων αυτοελέγχου για όλες τις επιχειρήσεις και τις παραγωγικές μονάδες κάθε είδους. Ο «επίσημος έλεγχος των τροφίμων» (και των επιχειρήσεων τροφίμων) καθορίζεται από ολιγάριθμες αλλά ογκώδεις κανονιστικές διατάξεις που αντικατέστησαν τις προηγούμενες της αναθεώρησης οδηγίες, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες συνοδευτικές δράσεις στη «Λευκή Βίβλο για την ασφάλεια των τροφίμων».
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ - ΧΗΜΙΚΑ
Αρχικά εκφράζεται προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο πρέπει να επιτραπεί στους παρασκευαστές συγκεκριμένων συνταγογραφούμενων φαρμάκων (αρχικά στην περίπτωση ασθενών που πάσχουν από AIDS, άσθμα ή διαβήτη) να διαφημίζουν τα προϊόντα τους απευθείας στους ασθενείς. Η σχετική Πρόταση της Επιτροπής για αναθεώρηση των Φαρμακευτικών Οδηγιών προς αυτήν την κατεύθυνση υποστηρίζει ότι απλά θεσπίζονται καθαροί όροι και κριτήρια για παροχή "ελεγχόμενης πληροφόρησης", χωρίς να προωθείται η "απευθείας διαφήμιση στους καταναλωτές".  
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Στην Ελλάδα, οι ενεργές Καταναλωτικές Οργανώσεις έχουν τη δομή συλλόγων. Έχουν μέλη, αιρετά διοικητικά συμβούλια, διαδικασίες απολογισμού και προγραμματισμού. Η λειτουργία του Καταναλωτικού κινήματος διέπεται από το Ν. 2251/94.
Η απουσία θεσμικών υποχρεώσεων κάνει αναγκαία σήμερα την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου, ώστε να διασφαλισθεί η δημοκρατική λειτουργία, η καλύτερη αντιπροσωπευτικότητα, συλλογικότητα και η αξιοπιστία των Καταναλωτικών Οργανώσεων.
Κύρια χαρακτηριστικά του καταναλωτικού κινήματος στην Ελλάδα θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ακολούθως:
-  Η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού ενώσεων Καταναλωτών, χωρίς ταυτοχρόνως να υφίσταται θεσμοθετημένο νομοθετικό πλαίσιο, βάσει του οποίου οι Οργανώσεις αυτές να εκπροσωπούνται σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο. Ο κατακερματισμός αυτός ευνοείται από το νόμο, με αποτέλεσμα να υφίστανται σήμερα 59 αναγνωρισμένες ενώσεις σε όλη της Ελλάδα με διαβαθμισμένη οργανωτική επάρκεια. Οι ενώσεις αυτές έχουν δημιουργήσει εν τοις πράγραμμα Ομοσπονδίες, οι οποίες όμως δεν αναγνωρίζονται ως δευτεροβάθμιες οργανώσεις, με αποτέλεσμα να στερούνται το δικαίωμα ασκήσεως συλλογικής αγωγής, που είναι ένδικο βοήθημα με το οποίο παρέχεται η προβλεπόμενη από το νόμο 2251/1994 συλλογική έννομη προστασία των Καταναλωτών.
- Ο κατακερματισμός, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μιας χαμηλής καταναλωτικής συνείδησης, δικαιολογεί επιφυλάξεις για το βαθμό απήχησης του καταναλωτικού κινήματος στους πολίτες. Η περαιτέρω νομιμοποίηση του καταναλωτικού κινήματος πιθανώς να άρει αυτές τις επιφυλάξεις. Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι οι μεγάλες ενώσεις Καταναλωτών δραστηριοποιούνται και λαμβάνουν σημαντικές πρωτοβουλίες τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
- Η απουσία τριτοβάθμιου οργάνου, καθότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νόμο.
- Η έλλειψη επαρκών και σταθερών οικονομικών πόρων.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Οι Καταναλωτές έχουν δικαιώματα. Μπορούν να αντιδράσουν και να επιβάλλουν τις απόψεις τους σε «ασυνείδητους» προμηθευτές και ασυνείδητες κυβερνήσεις. Η γνώση των δικαιωμάτων και η άρνηση της παραβίασής τους, η άρνηση επιβαλλόμενων καταναλωτικών προτύπων, η απαίτηση για πλήρη, αληθινή και κατανοητή πληροφόρηση, η εποπτεία της αγοράς, παράλληλα με την Πολιτεία, η επιλογή της αειφόρου κατανάλωσης και παραγωγής είναι υποχρεώσεις και δικαιώματα των συνειδητοποιημένων Καταναλωτών. Το χρήμα και ο τρόπος που το διαθέτουν οι Καταναλωτές μπορούν να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς, προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων. Ο Καταναλωτής είναι ο πιο σημαντικός κρίκος. Είναι αυτός που τροφοδοτεί ή καταστρέφει τα όνειρα κάθε εταιρίας με τις επιλογές του και αυτός που αποφασίζει για το αν θα καταναλώσει ή όχι αυτό ή το άλλο προϊόν ή υπηρεσία.
Η ατομική στάση, αντίδραση και δράση των Καταναλωτών είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες στη λειτουργία της αγοράς. Όμως, σε μια κοινωνία όπου πολλές φορές το αθέμιτο συμφέρον αμφισβητεί κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, σεβασμού του ανθρώπου και των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων του και ανατρέπει κάθε έννοια δημοκρατικής κατανομής αγαθών, υλικών και πνευματικών, ο αγώνας είναι πολύ πιο άνισος, πολύ πιο δύσκολος. Η παγκοσμιοποίηση συντελείται σήμερα υπό την καθοδήγηση των πολυεθνικών μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Οι Κυβερνήσεις της δεξιάς και του συντηρητισμού αποδεικνύονται άκριτοι υποστηρικτές αυτής της κατάστασης και παρακολουθούν εκ του μακρόθεν, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά πρωτοβουλία για την παράλληλη διεθνοποίηση της πολιτικής, των δικαιωμάτων του Πολίτη, της δημοκρατίας, την εξασφάλιση της διεθνούς ειρήνης και ευημερίας.                      http://www.bep.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου